Μες στις φαβέλες ο αέρας
περνά και φεύγει βιαστικός
βαρδιάνος νύχτα ο πατέρας
βαρδιάνος νύχτα και ο γιος.
Αργεί η νύχτα να περάσει
κι ο ήλιος να ξαναφανεί
η μέρα μήπως και γελάσει
της ζήσης πάψουν οι καημοί.
Μα το σουραύλι σαν θα πιάσει
ή την κιθάρα την τρελή
δεν σταματά ώσπου να φτάσει
σε άλλο κόσμο άλλη ζωή.
Εκεί που θέλει η τεκίλα
και τα παιδιά της γειτονιάς
με της μυρσίνης τ’ άγρια φύλλα
να φτιάχνουν ΄χνάρια της καρδιάς.