Ήτανε μια Δανέζα διψασμένη
πεπειραμένη φαρμακοποιός
όμορφη στην πετσέτα τυλιγμένη
γδυνόταν και τρεμούλιαζε το φως.
Ήμουνα τότε γύρω στα δεκάξι
χωμένος με καπρίτσια αυτιστικά
καμία δε γυρνούσε να κοιτάξει
μα η Ντόρις είχε αλλιώτικη ματιά.
Ατίθασοι χυνόμασταν στου χρόνου τα κανάλια
κι αδειάζαμε καφάσια από μπουκάλια
και μεθυσμένοι κάναμε σκηνές και παρακάλια
και μου ‘σφιγγε το χέρι σαν τανάλια.
Τον Αύγουστο μεγάλωσαν τα βράδια
μεγάλωνα όσο άντεχα κι εγώ
σπασμένα Αγγλικά, αδέξια χάδια
το σύνορο της γλώσσας να περνώ.
Τώρα τα χρόνια έχω τα δικά της
και κάτι χρόνια έχω να τη δω
τη σκέφτομαι χαμένη στη δουλειά της
και έχω τα αγγλικά της οδηγό.
Ατίθασοι χυνόμασταν στου χρόνου τα κανάλια
κι αδειάζαμε καφάσια από μπουκάλια
και μεθυσμένοι κάναμε σκηνές και παρακάλια
και μου ‘σφιγγε το χέρι σαν τανάλια.