Τα ρυάκια στο τζάμι είναι απ’ τη βροχή,
μπερδεμένα με δάκρυα, μια φιγούρα θαμπή.
Πώς μπορώ ν’ ανασαίνω και να βγαίνεις εσύ,
σε θυμάμαι να φεύγεις μια νυχτιά σαν κι αυτή.
Καθώς παίζουν τα φώτα από τον κεραυνό,
με τρομάζει να βγαίνεις στο πορτραίτο αυτό.
Όπως πάντα φευγάτη, όπως πάντα βουβή,
δίχως μια κουβεντούλα, μια λέξη απλή.
Μια ζωή σε στιγμούλα, μια ζωή σ’ ένα φλας ,
δε θυμάμαι ποτέ να μου `χεις πει πως μ’ αγαπάς.