Σε είδα ξαφνικά στο δρόμο
έγερνες σ’ αλλουνού τον ώμο
κι είχες τα βλέφαρα κλειστά.
Εκείνος σου γλυκομιλούσε
και στα μαλλιά σου σε φιλούσε
εκεί στα μάτια μου μπροστά.
Λυθήκανε τα γόνατα μου,
μπερδεύτηκαν τα βήματα μου
κι απόμεινα να σας κοιτώ.
Αγκαλιασμένους μες στο πλήθος,
ενώ μου έγδερνε το στήθος
του πόνου τ’ αναφιλητό.
Και καθώς γύριζα στο σπίτι
ένιωθα σα φτωχό σπουργίτι
με τσακισμένα τα φτερά.
Εγώ μονάχος ρημαγμένος
και κάποιος άλλος τυλιγμένος
απ’ των φιλιών σου τη χαρά.
Λυθήκανε τα γόνατα μου,
μπερδεύτηκαν τα βήματα μου
κι απόμεινα να σας κοιτώ.
Αγκαλιασμένους μες στο πλήθος,
ενώ μου έγδερνε το στήθος
του πόνου τ’ αναφιλητό.