Έχω χαθεί στα σκοτεινά
σ’ ένα άδειο σπίτι
σε κάποιαν άλλη εποχή
τα φώτα σβήσανε νωρίς
κι απ’ το φεγγίτη
ακούγεται η βροχή.
Οι φίλοι που έχουν φύγει
σωπαίνουν και κοιτούν
έρχονται πάντα όταν η νύχτα με τυλίγει
και πάντα κάτι μου ζητούν.
Η πολυθρόνα είναι παλιά
και κεντημένη
δε μένει πια κανείς εδώ
και προσπαθώ να καταλάβω
τι απομένει
τι άλλο έχω να δω.
Οι φίλοι που έχουν φύγει
σωπαίνουν, δε μιλούν
έρχονται πάντα όταν η νύχτα με τυλίγει
και πάντα κάτι μου ζητούν.