Ό,τι άγγιξα θα `ναι αυτό
Που θα `χω αγγίξει ό,τι κοίταξα,
Αυτό που θα `χω κοιτάξει,
Αυτό που θα `χω συλλέξει,
Σκόνη πολλή και θλίψη και κατοπτρισμοί.
Ό,τι κέρδισα ό,τι αγάπησα.
Κι εγώ τι θα `μαι τάχα, ποιο χέρι
Θα μ’ έχει συλλέξει ποιο βλέμμα
Θα μ’ έχει κοιτάξει, για να υπάρχω.
Ποια μνήμη θα μου φέγγη να περνώ.
Κι εγώ κάπου θα `μαι, κάπου θα σωθώ.
Μες στον παλιόν αγέρα μου θα πνέω,
Καθώς μες στ’ άδειο μου πουκάμισο,
Μες στον αγέρα π’ ανάπνευσα, ντύθηκα.
Το ειπωμένο μου θα `μαι τραγούδι και θα φεύγω [...]
Ακούω τον ήχο μου, βλέπω
Τον εαυτό μου: είμαι ένα πράγμα
Και γίνομαι, όλο γίνομαι,
Αναφαίνομαι, χάνομαι,
Ώσπου να πάρω τέλος, ν’ αποχτήσω
Την ύπαρξη μου, όπως μια πέτρα ή ένα φυτό.
Ώσπου να πάρω το τέλειο σχήμα μου.
Ένας ήλιος ακόμα, ένας χαμός,
Όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ένας χορός, μια κίνηση μέσα στο χώρο.
Μια έκπληξη ακόμα, μια πέτρα στο κενό.