Το φως περνούσε απ’ τα τοιχώματα,
σαν μέσα σ’ όνειρο διαθλάτοταν σε χρώματα.
Μεσ’ στο κουκούλι του είχαν πει πως θα κοιμάται.
Όμως θυμάται:
Θυμάται κάποιο καλοκαίρι
προτού καεί ο ουρανός από τ’ αστέρι
σ’ ένα λιβάδι κόκκινο απ’ τις παπαρούνες,
τις πεταλούδες.
Στην κόκκινη αρένα
χιλιάδες σαν και μένα
κοιμούνται στο κουκούλι
ελεύθεροι και δούλοι