Πότε αλύγιστος και πότε χάρτινος
από τα θαύματα του κόσμου εξαντλημένος.
Νότες ανήσυχες σκαλίζουν τα χωράφια μου
και κάθε άνοιξη φυτρώνουν venceremos.
Όσοι με γέλασαν, όσοι με κέρασαν
πικρό ποτήρι κι άχρηστους κανόνες,
θα ηττηθούν απ’ ό,τι πιο αδύναμο
από τη χλόη που σκεπάζει ερειπιώνες.
Ψυχή αδάμαστη, θεριό ανήμερο,
το απολιθωμένο φως να σε λογχίσει
κι απ’ το διάφανο το τραύμα το γλυκό
ένα σαμπάχ μακριά να φτερουγίσει.