Άρπαξε στο υγρό του μνήμα
το λοστρόμο ένα κύμα
με μανία περισσή.
Κι άραξεν η μαύρη σκούνα
να ξεφύγει η φουρτούνα
σ’ ένα απόμερο νησί.
Βίρα και έγια λέσα
θάλασσα μπαμπέσα, θάλασσα φαρμακερή.
Όσοι δίχως άχνα
στα φαρμακερά σου σπλάγχνα πνίγηκαν οι καψεροί.
Θάλασσα ρουφήχτρα
παλικαροπνίχτρα, SOS φριχτές βραδιές.
Πόσες μαυροφόρες
κλαίνε τέτοιες ώρες, όσες πλήγωσες καρδιές.
Κλαιν’ οι ναύτες στο καράβι,
κλαιν’ οι γλάροι, κλαιν’ οι κάβοι
του λοστρόμου το χαμό.
Και μια μικροπαντρεμένη
τον καλό της που προσμένει
μουρμουράει με καημό.
Βίρα και έγια λέσα
θάλασσα μπαμπέσα, θάλασσα φαρμακερή.
Όσοι δίχως άχνα
στα φαρμακερά σου σπλάγχνα πνίγηκαν οι καψεροί.
Θάλασσα ρουφήχτρα
παλικαροπνίχτρα, SOS φριχτές βραδιές.
Πόσες μαυροφόρες
κλαίνε τέτοιες ώρες, όσες πλήγωσες καρδιές.