Απ’ το Βανκούβερ στην Τουλούζ
κι ύστερα πάλι στην Παλμύρα της Συρίας,
πώς λικνιζόταν με τα μπλουζ
και τα "αμάν" της Φεϊρούζ
ένα κορίτσι με σημαία ευκαιρίας.
Είχε τα μάτια της κλειστά
σε μπαρ κακόφημο της Νέας Ορλεάνης -
"κέρνα με τώρα δυο ποτά
και τι θα γίνει πιο μετά
θα εξαρτηθεί από τον τζίρο που θα κάνεις".
Μ΄αρέσει που `χεις ακατάστατη καρδιά
κι αλλάζεις όψεις με τις φάσεις της σελήνης,
σε θέλω πλάι μου ετούτη τη βραδιά,
πες μου μονάχα τ’ όνομά σου και τι πίνεις.
Στη Βάρνα και στην Ταϊτή
και στις φαβέλες που φυτρώνανε στην άμμο,
η ανάσα της ήταν καυτή
σαν μου ψιθύρισε στ’ αυτί -
"είμαι η Ντολόρες από το Γκουαντανάμο".
"Πού θέλεις να σου ορκιστώ
πως σ’ αγαπάω φοινικόδεντρο της Γκόα;"
"Δωσ’ μου πενήντα να σου πω" -
κι είχε ένα διάολο σωστό,
είχε ένα διάολο στα μάτια της τ’ αθώα.