Οι νύχτες όλο πιο συχνά θα πλησιάζουνε
όταν εσύ θα περιμένεις να χαράξει
και το πρωί που οι πλατείες θα αδειάζουνε
δε θα υπάρχει πια κανείς να σε κοιτάξει.
Είναι οι άνθρωποι μου έλεγες πουλιά
σαν χειμωνιάσει πάντα μακριά πετάνε
κι έρχονται ίσως να σε δουν κάποια βραδιά
αν έχουν σπάσει τα φτερά τους ή αν πεινάνε.
Τώρα που θέλω να γυρίσω
ξέρω κανέναν δε θα βρω.
Έχεις αλλάξει το όνομά σου
και δεν υπάρχεις πια εδώ.
Εδώ οι μέρες μου περνούν με την βροχή,
νύχτες ναυάγια στους δρόμους περπατάνε.
Θέλω να πω μα με τρομάζει η σιωπή
κι οι απουσίες από δίπλα μου περνάνε.
Μην έρθει πάλι ο χειμώνας και χαθείς
και τα πανιά σου μην τα σκίσει ο αέρας
κι όπως φυσάει τα σημάδια δε θα βρεις
θα `χουν σκορπίσει στα συντρίμμια κάποιας μέρας.
Τώρα που θέλεις να γυρίσεις
εγώ φοβάμαι να σε δω.
Έχω ξεχάσει τ’ όνομά μου
και δεν υπάρχω πια εδώ.