Φτερούγισε μες στην καρδιά του βασιλιά στην πόλη
μια εκκλησιά να έχτιζε να`χουν θεμέλιο όλοι.
Κανείς από τους μάστορες δεν μπόρεσε να φτάσει
το σχέδιο της εκκλησιάς που`χει ο Θεός χαράξει.
Επήγε να λειτουργηθεί στου Φαναριού τα μέρη
του πέφτει το αντίδωρο απ`του παπά το χέρι.
Σκύβει να πιάσει το Θεό μα προσκυνάει ακόμα
και βλέπει το αντίδωρο στης μέλισσας το στόμα.
Πέταξε η μέλισσα μακριά μες στους αγρούς εχάθει
κι ο βασιλιάς διέταξε να τρυγηθούν τα πάθη.
Όποιος μελίσσια όριζε ετρύγησε μήπως και βρει
της μέλισσας τα άγια λάθη που γίνονται κερί.
Τα βρήκε ο πρωτομάστορας σ`άγριου μελιού κεριά
μα αντί για την κερήθρα βγάζει πανώρια εκκλησιά.
Την κέντησε η μέλισσα με θυμαριού κλωνάρι
τη φίλησε σαν Παναγιά το σχήμα της να πάρει.
Η χαραγμένη εκκλησιά μες στης κυψέλης την καρδιά
είναι για πάντα φως λουσμένη η πρώτη Αγιά Σοφιά.
Η Αγία Τράπεζά της δακρύζει, στάζει μέλι
κάτω απ`τα μάτια του Θεού που κρύβονται οι αγγέλοι.