Σε κάποιο χολ σκοτεινό
πεθαίνω κάθε στιγμή, Θεέ μου, σκοτώνει.
Σαν θαλπωρή ύπουλη, σαν σκοτοδίνη
τούτη η ανία γλυκά με καταπίνει.
Πόσο μ`αρέσει
γιατί να μ`αρέσει
πόσο μ`αρέσει.
Φως ζαλισμένο, αργό, γαλάζια οθόνη
κι ένας απόηχος εκεί, απ`το μπαλκόνι.
Αμερικάνικο φιλμ με αστυνόμους
και πάντα οι ξένες φωνές στους διαδρόμους
Πόσο μ`αρέσει...
Για μένα ποιος να νοιαστεί, ποιος να με πάρει
μια νυσταγμένη ψυχή σ`ένα δυάρι.
Σαν ένας ήρωας καλός, αδικημένος
σαν τραυματίας εδώ βαριανασαίνω.
Τώρα μονάχα αυτήν τη στιγμή αν μ`απαντήσεις
μ`ένα τηλέφωνο ζεστό θα μ`αναστήσεις.
Το νούμερο όμως ξεχνώ σαν να`μουν ξένος
άλλη μια τσίχλα μασώ υπνωτισμένος.
Πόσο μ`αρέσει...