Τους ξέρω, είναι όλοι γειτόνοι
ανάβουνε φωτιές στην αυλή
κι η καρδούλα μου εδώ πάνω παγώνει
κάτι κακό θα συμβεί.
Χιλιάδες φοιτητές κι εργάτες
υπάλληλοι μα και υπουργοί
του εφιάλτη μου συνεπιβάτες
ένα τσούρμο ανθρωπάκοι τρελοί.
Θα με ποδοπατήσουν
χωρίς να ξέρω γιατί
την πόρτα θα μου γκρεμίσουν
μόλις φύγεις εσύ
τις ζωγραφιές μου θα σκίσουν
με μια μανία τυφλή
και θα με προειδοποιήσουν
να μην ψηλώσω πολύ.
Κοίτα τους καλούς μας γειτόνους
πώς έχουν μεταμορθωθεί
σ`αδίστακτους, τρελούς δολοφόνους
κι η γραμμή του τηλεφώνου νεκρή.
Είμαι ξύπνιος ή μήπως κοιμάμαι
γιατί δεν ανάβει το φως
σ`αυτό το θρίλερ που βλέπετε
θα`μαι το θύμα απόψε εγώ.
Θα με ποδοπατήσουν...
Κάνε κάτι, μωρό μου, είμ`ανήνπορος εγώ
σταμάτα αυτο τον εφιάλτη να κατέβω εδώ.
Κάνε κάτι, μωρό μου, τούτο το ρεφρέν να μου βγει
μ`αγάπη αν τους τ`αφιερώσω, θα μ`αγαπούν κι αυτοί.