Στο καφενείο έχουνε δυο μήνες
να τον δουν
Με την καλή του έχουν άλλο τόσο
να βρεθούν
Ο καιρός περνάει,
σπίτι δεν πατάει
Λες να ταξιδεύει μοναχός
άλλος ένας άσωτος υιός
Από ζήλεια σκάνε,
μα κάνουν πως γελάνε
Άσε, είπαν, θα τον στρώσει
ο στρατός
Κάποιο βραδάκι περίμενα μονάχος
στο σταθμό
Σαν μέσα σε όνειρο τον είδα
σ’ ένα τρένο αδειανό
Τις δουλειές ξεχνάω
μαζί του ξεκινάω
Δέστε πώς γελάει σαν παιδί
Τώρα δεν υπάρχει επιστροφή
Σβήνουνε οι πόλεις κι οι σταθμοί
Κι οι φίλοι που δεν είχαν προκοπή
Παράξενα τοπία μεθύσι κι αγωνία
Κανένας μας δεν ξέρει πού θα βγει...
Σ’ αυτή την πόλη κανένας πια
δεν είχε τι να πει
Κι οι δυο δραπέτες φεύγουν
δίχως τύψεις και ντροπή