Το παλληκά- το παλληκάρι το ξανθό
χάθηκε κά- χάθηκε κάποιο δειλινό,
στης θάλασσας τα βάθη,
κι απ’ το δικό- κι απ’ το δικό του σπιτικό
κανείς δεν εί- κανείς δεν είδε το κακό,
κανείς δεν το `χει μάθει.
Τώρα στην στεριά κλαίει μια καρδιά,
κάποια κοπέ- κάποια κοπέλα σκυθρωπή,
μέσ’ στης νυχτιάς, μέσ’ στης νυχτιάς την σιωπή,
το πέλαγο αγναντεύει,
με πόνο και- με πόνο και με σπαραγμό,
το παλληκά- το παλληκάρι το ξανθό,
μερόνυχτα γυρεύει.
Τώρα στην στεριά κλαίει μια καρδιά,
τώρα στην στεριά κλαίει μια καρδιά.