Ο ρήγας της Ανατολής και βασιλιάς της Δύσης
της Κύπρου της πανθαύμαστης ο φουμισμένος ρήγας
πολλά τα κάστρη πολεμά, πολλά τα κάστρη παίρνει
μα έχει και στην καρδούλα του καμίνιν και ανάφτει.
Γυναίκες τρεις τις αγαπά τρεις όμορφες κυράδες,
τη μιαν λαλούν της ρήγαινα, Λιονόρα της αγάπης
την άλλην, όμορφον κορμίν, Τζίβα τε Σκαντελίου
την την καλλιόττερην, Τζουάνα `ροδαφνούσα.
Μανθάνοντα η ρήγαινα του ρήγα τα μαντάτα
πέμπει και φέρνουσιν τη μιαν την όμορφη Τζουάνα,
τόσα κακά της έκαμεν, τόσα κακά της κάμνει
θέλει το βρέφος θα χαθεί, του ρήγα το βλαστάρι.
Κι ο ρήγας ήτον στην Φραγκιά, ακούει το χαπάρι
στέλλει γραφή της ρήγαινας με λόγια θυμωμένα:
Τούτον το `ποίκες της κυράς της όμορφης Τζουάνας
πολλά πικρόν θέλει κακόν να φέρει εις αυτόν σου.
Κι η ρήγαινα ώς το `λαβεν του ρήγα το μαντάτον
πέμπει και φέρνουν μονομιάς την όμορφην Τζουάνα,
«Κι αν θέλεις πάντα φίλαιναν να μ` έχεις και κυρά σου
έμπα και χώστου εις κανέν της Κύπρου μοναστήρι».
Και η Τζουάνα έσκυψε το όμνοστον κεφάλιν
καλογριά εντύθηκε μέσα στη Σάντα Κλέρα,
κι ο ρήγας πήρε κι έρχεται τον δρόμο της θαλάσσου
κι ο ρήγας ψάχνει να την `βρεί σ` όλα τα μοναστήρια.