Σε μια μακρινή παραλία ξεχασμένη
να την έφερε ο αέρας από πού
μέσα σε θολή φωτογραφία ήταν κλεισμένη
μια γυναίκα σαν νεράιδα του γιαλού.
Γύρω γύρω τηνε κύκλωνε η αρμύρα
και ο χειμώνας που ετοίμαζε βροχή.
Αν υπάρχει θα την έστειλε η μοίρα
για να σβήσει η ομορφιά σ’ όμορφη γη.
Κι όπως χάνονταν σταγόνα τη σταγόνα
και ορμούσε μαύρο χώμα να την πιει,
παίρνω όρκο πως με άγγιξε στο στόμα
και πως ένιωσα ένα αρμυρό φιλί.