Όταν ύφαινες στον αργαλειό, Ω! Μαρία των φτωχών,
τον χιτώνα του γέρο Ιωσήφ ψηλά στη Ναζαρέτ,
όταν πήγαινες στη Βηθλεέμ, Ω! Μαρία των βοσκών,
μια ψυχούλα μέσα στη βροχή, περίμενες ποτέ.
Ω! Μαρία, Ω! Μαρία,
πως μια μέρα η ζωγραφιά σου θα πλημμύριζε τη γη,
Ω! Μαρία, Ω! Μαρία,
πως τ’ όνομά σου θα το είχαν
τα πιο όμορφα κορίτσια μεσ’ στη γη,
μια Μαρία αγαπώ εγώ, μια Μαρία αγαπώ κι εγώ
και για `κείνην και για σένα τραγουδώ,
Ω! Μαρία.
Όταν πότιζες με το σταμνί, Ω! Μαρία των πουλιών,
τη γλαστρίτσα με το γιασεμί και με το μενεξέ,
όταν πήγαινες, μικρό παιδί, Ω! Μαρία των καημών,
για το Πάσχα στην Ιερουσαλήμ, περίμενες ποτέ.
Ω! Μαρία, Ω! Μαρία,
πως μια μέρα η ζωγραφιά σου θα πλημμύριζε τη γη,
Ω! Μαρία, Ω! Μαρία,
πως τ’ όνομά σου θα το είχαν
τα πιο όμορφα κορίτσια μεσ’ στη γη,
μια Μαρία αγαπώ εγώ, μια Μαρία αγαπώ κι εγώ
και για `κείνην και για σένα τραγουδώ,
Ω! Μαρία.