Πάρε με Ανδριάνα μου
να σε βοηθώ στην πλύση
και να σου κουβαλώ νερό
απ’ το Βατραχονήσι.
Ανδριάνα μου γλυκιά
γιατί να βασανίζεσαι
ασπριδερή μου χήνα,
με λίγδες και με κάρβουνα
μέσα εις την κουζίνα.
Ακούω τα πιάτα που βροντούν
όταν τα θερμοπλένεις
κι εγώ νομίζω πως σιγά
τη σκάλα κατεβαίνεις.
Δεν είναι κρίμα κι άδικο
σε νια χαριτωμένη,
στο μαγερειό ξυπόλητη
το ντεντζερέ να πλένει;