Έχεις τη στάλα του καφέ στα δυο σου χείλη
χίλια χιλιόμετρα κι ακόμα είσαι εκεί
το φως να κλέβεις σταθερά πριν απ’ το δείλι
και τον αέρα να φυσάς πριν την αυγή.
Χίλια χιλιόμετρα σφυράς τον αμανέ σου
με τους αγκώνες ακουμπάς στην κουπαστή
το παραλθόν σου γαντζωμένο απ’ το κολιέ σου
να βλαστημάει την ώρα που `χες γεννηθεί.
Κι άλλες πολλές τριγύρω αυταπάτες
σου ψιθυρίζουν προσευχές του ποδαριού
για να γιατρέψεις ένα τσούρμο υπνοβάτες
που `χες γνωρίσει σε μια σκάλα τ’ ουρανού.
Το ’ να σου χέρι να σου γνέφει από τα ξένα
τ’ άλλο σα δέντρο να ρωτάει αν θα σταθείς
τόσα λιμάνια και δεν μπήκες σε κανένα
να ρίξεις άγκυρα, να πιείς, να του δοθείς.