Έρχεται ένα πρωί
που μπορώ να νιώσω
πως δεν έχει μείνει τίποτα κρυφό.
Κι όσοι ζητούν τη ζωή
σ’ έναν κόσμο τόσο,
λεν πως είδαν την αυγή
σ’ έναν άλλο ουρανό.
Κι είναι μυστήριο, πώς να δεχτώ
πως είμαι εδώ κι αναπνέω ακόμα.
Κι είναι σημάδι σ’ αυτόν τον καιρό,
χωρίς σοφία να μοιάζω με πτώμα.
Είμαστε όλοι χρώματα
σε δεμένα σώματα,
με κλεμμένα ονόματα.
Όνειρο σκεπάζουμε,
τύψεις αγκαλιάζουμε,
ρούχο που αλλάζουμε.