Κλίνε, πουλί μου, κι άστονε
τον ύπνο να σε πάρει,
να `ρθεί χωστά με τ’ όνειρο
και να σου ροζονάρει.
Ύπνε βασιλιά,
και πλέξε του φωλιά.
Στση καντινέλλας τα φτερά
σ’ έβαλα κι άρνεψέ μου,
να σε πετάξουνε να ιδείς
τα ρόδα μας, μπαξέ μου.
Ύπνε, ρίξε αθούς,
να του μερώσει ο νους.
Ύπνε, του κόσμου κεραστή,
δώσε του εδά το πρώτο,
μόνο κρασί τση λησμονιάς
μη φέρεις κι αγαπώ το.
Θε μου μερακλή,
το `μόρφισες πολύ.