Λαξίδια μου σφαλιστικά και στράτες σιγισμένες
Απάχτυπες και μοναχές, απού 'στε μαθημένες
Μέσα στα δάση τα πυκνά ν’ ακούτε μουλλωμένες
Πως κλαίγω τες ημέρες μου τες πάντα λυπημένες.
Ίσια και δασερά δεντρά και πυκνοβλαστημένα
Σκιός όπου διώχνεις την πωρνήν, νερά μου χρυσταλλένα
Πουλλιά, που στα φτερούδια σας κρέμεστε σιγισμένα
Τόσον συχνά στο κλάμαμ μου κι ακρώννεστε σ’ εμένα.
Όρη, βουνά μοναξικά, κάμποι μου μπιστεμένοι
Χόρτα μου δροσοφύτευα κι αθθοί μου μυρισμένοι,
Που θέλησεν ο Έρωτας κ’ η τύχη μου θλιμμένη
Τόσον καιρόν οι δρόμοι μου σ’ αυτόν σας 'ν χαμένοι.
Πότε θέλ’ είσταιν ο καιρός π’ ο Χάρος, ναγγρισμένος
Μ’ εκείνους που τον κράζουσιν 'χ τους άλλους μισισμένος
‘που μέν να σβήση το λαμπρόν στο ποιον είμαι καμένος
και μέλλεται πολλύν καιρόν ν’ αξάφτη μουλλωμένος.
Αγνώστου Κυπρίου ποιητή