Ως ότου να κλείσω τα μάτια μου είμαι κοινός περαστικός
στο κόσμο του φωτός.
Αποφεύγω να γίνομαι στόχος καθώς κινούμαι.
Μέσ’ στο πλήθος, ανάμεσά σας, άνθρωποι ζούμε,
μίσος απ’ το μίσος που παράγεται αντλούμαι
και όλα ευθύς αλλάζουν, θα δεις
όσα προσπαθείς μάταια να αμφισβητήσεις,
αρνείσαι να δεχτείς όσα αδυνατείς μέσα απ’ τη λογική σου να εξηγήσεις.
Τι να πεις...
Στιγμές ανησυχητικής σιωπής
στο βωμό του στέκει αιμοχαρής
έτοιμος να σπείρει το άνθος του κακού
στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού κρύβομαι,
ξένος, στα μάτια αυτού του κόσμου είμαι απλός
ένας εκπρόσωπος απ’ το σκάρτο μας γένος,
σε αμοντάριστα πλάνα διαρκώς εκτεθειμένος,
σαν κατάδικος σε ένα κελί, σε μια φυλακή, που ονομάσαμε πόλη,
γεύτηκα τους πειρασμούς της που λίγο πολύ τους γευτήκαμε όλοι
παρευρισκόμενοι σε νύχτες ύποπτες, άλλοτε σαν αυτόχειρες
και άλλοτε σαν απλοί θεατές,
είναι το χθες σαν λεπίδα που ανοίγει πληγές,
είναι σκιές κινούμενες μέσα σε στοές,
δελεασμένες από σερνικές βαριές αναπνοές,
στις ερωτήσεις μου δεν είχα ανταπόκριση,
συνέχισα μόνος να περιφέρομαι στο νόστο
ο, τι είδα κύλησε χαϊδεύοντας τους καρπούς μου σαν λεπίδα,
με βλέμμα στου λέοντος τη μερίδα
πήρα άπλα αυτό που μου αξίζει,
συνεχίζω ως ότου το αίμα στις φλέβες μου να αρχίσει να πήζει,
σε μια ατμοσφαίρα που φέρνει οσμές από πτώμα που χρονιά σαπίζει,
στις σκοτεινές διαδρομές, οποίος μπει ποτέ πίσω ίδιος δε γυρίζει
είναι πρακτικά αδύνατον,
εφόσον αρπάχτηκαν όνειρα μετατρεπόμενα σε εφιαλτικές εικόνες,
όσα από μικρό παιδί νόμιζα ακίνδυνα με οδήγησαν στις νεκρές απόρρητες ζώνες
φόβος, που πότε μου δε κατάλαβα από ποιο σύνδρομο πηγάζει,
απόκτησα πλήθος εμπειρίες κοιτάζοντας επίμονα αυτό που κανένας λογικός
ποτέ του δε τολμά, ποτέ του δε κοιτάζει.
Μόνος στις σκοτεινές διαδρομές περπάτησα, έζησα, είδα
το κόσμο να καθοδηγείται από μια σπασμένη πυξίδα,
πέρα στο κόσμο των πιθανοτήτων, πέρα στην αγέννητη πατρίδα.
Σκοτεινές διαδρομές, όνειρα που `γιναν εφιάλτες οδηγώντας με στη τελευταία σελίδα.