(skit: σ’ όλα τα στήθη κάποια στιγμή θα χτυπήσει καρδιά του κτήνους, θα διψάει για κέρδος, προδοσία, εκδίκηση. Κάποιοι την ακολουθούν και κάποιοι όχι... αυτό.)
07 Ποιος είσαι εσύ και τι με θες; που με ξέρεις; τι σκατά μου λες;
βαρέθηκα ν’ ακούω άσχετους εδώ κι εκεί να δίνουν συμβουλές
κι οι νύχτες ύπουλες αχάριστες,
ολόκληρο καθώς με καταπίνουν μ’ αφήνουν γεύσεις δυσάρεστες.
Τις άρρωστες μου απόψεις δεν άφησα πίσω,
βρήκα λίγη ενέργεια σφραγισμένη σε κάψουλα,
το μέλλον μου έψαξα μέσ’ από τράπουλα
και πίσω απ’ αυτήν έντρομος είδα μάτια φιδιού να με κοιτάνε. Μα
δεν είμαι τροφή κανενός απλός καταλήγω όπου τα βήματα μου με πάνε,
σε τόπους που οι λογικοί δεν πατάνε, εφόσον δεν τολμάνε
κι άλλοι που φοβούνται να μιλήσουν, καταπίνουν ώσπου κάποια στιγμή σπάνε.
Δε μ’ ακουμπάνε πουτάνες που πιο πολύ απ’ όσο πρέπει μιλάνε,
ίσα που βγάλαν πέντε φράγκα και κάπως την είδανε,
όπου πέσει διαφήμιση πάνε, φλώροι που βλέπω καθημερινά και τα νεύρα μου σπάνε.
Στην υπερβολή ζουν κάποιοι την ίδια στιγμή που κάποιοι άλλοι πεινάνε.
Ως γνωστών ευχών δεσμώτης είν’ αυτός που
θέλει να `ναι πάντα νικητής αφού δεν του `μαθε ποτέ κανείς την ήττα.
Βραδιές ατέλειωτες, μάτια μισόκλειστα απ’ τη νύστα,
τι στα κομμάτια προβλέπεται ν’ αγγίξω χωρίς τα
χέρια ν’ απλώσω, δίχως να δω ονοματεπώνυμο σε κάποια μαύρη λίστα...