ΔΠΘ - Ακόμα δίνομαι 歌词

Ακόμα δίνομαι...

Ενός τσιγάρου καπνοί, σύννεφα νικοτίνης,
στο μικρό ομιχλώδες δωμάτιο, κλείνοντας την πόρτα,
αφήνω πίσω μου γονείς,
αφήνω πίσω μου ένα φίλο στ’ ακάλυπτα νώτα,
με πιάνει στον ύπνο, μου δίνει ζαλάδα κι ιδρώτα,
με πνίγει...
το πίνω κι η σκέψη μου ανοίγει,
σκαλώνω στο φως που τρεμοσβήνει,
κάτω απ’ τη βαριά μου ανάσα ξύλινοι θεατρίνοι,
η πόλη με καταπίνει,
το μυαλό μου θυμίζει λιωμένο καμίνι.
Εε πάνω από σαράντα λεπτά μένω ακίνητος,
κοιτάζοντας τον άδειο τοίχο, τη σκιά μου να τρέμει σαν ν’ αγωνίζεται να ξεκόψει από `μένα,
μες στο μυαλό μου ένα κι ένα ίσων ένα,
στη μαστούρα μου έχω ξεναγό χαρτί και πένα,
δίνομαι σ’ αυτό κι αυτό από μόνο του δίνεται σε `μένα,
αμέτρητες φορές είπα τη λέξη κομμένα,
μα κάποια πράγματα δεν κόβονται ποτέ,
κάποια πράγματα φωλιάζουνε μέσα μας και θα τα συναντάμε πάντοτε,
κάνω παράκληση, σταθείτε δυο λεπτά,
μη με προσπερνάτε,
απέχω απ’ το βωμό του κέρινου θεού που χρόνια προσκυνάτε,
σαν μαύρο πρόβατο την κάνω, λαμόγιο, όσο ο νομικός ποιμένας σας κοιμάται,
χρονική σπατάλη, λόγος στη διανοητική μου αδράνεια,
γράφω όσα βαριά κομμάτια μείνανε γιατί μισώ την επιφάνεια,
μου λες, σπάνια κοιτάς στα μάτια αυτούς που κάποτε πρόδωσες μέσα από τεχνάσματα
φιδίσιας τακτικής,
επιτακτικής ακρόασης αποσπάσματα.
Κάθε φορά που αναζητάς τη μοναξιά οδηγείσαι μεθυσμένος σε χαλάσματα να παραπατάς,
ορκίζεσαι για πάντα χαμηλά να το κρατάς
κι όταν το κρατάς, γεννιέσαι, το ζεις, πεθαίνεις, πετάς,
δεν ξέρεις που πας,
ούτε τι ζητάς.
Έρχομ’ απ’ τον υπόγειο σταθμό, γι’ αυτό μη με υποτιμάς.
Υποτονικά, αναφερόμενος εμμέσως στα ναρκωτικά,
άπειρες νύχτες πακετόθηκα,
σύρθηκα σαν αδέσποτος σκύλος, μα σηκώθηκα απ’ τη λάσπη που παράγουν τα στενά.
Ένα βήμα πριν το πουθενά.
Δεν πούλησα ακόμα την ψυχή στο σατανά για να γράψω κομμάτι,
στέκομαι ολόρθος στο μικρόφωνο μπροστά γι’ αυτούς που μ’ έχουνε βάλει στο μάτι
αυτοπροσώπως. Λιώνει το μικρόφωνο στο στόμα μου, όπως
λιώνει η συνείδησή μου,
κάθε φορά που αμφισβητείται απ’ αυτούς σκόπιμα η καταγωγή μου,
το γράφω προς απάντησή μου,
δίνω τη σιωπή μου.
Είν’ η σκέψη που οδηγεί στην εσωστρέφεια ατόμων που συνήθισαν να ζούνε μόνα,
η σκέψη που μ’ ωθεί να πλάθω εικόνες σ’ έναν άγνωστο χειμώνα.
Μένω ακίνητος τέσσερα χρόνια τώρα,
δημιουργώ εγκεφαλικά κενά.
Το σπρώχνω χαμηλά, όσο κάποιοι το πουλάνε φθηνά.
Δεν πουλιέμαι είμ’ εκτός δισκογραφικής σύμβασης, με δε χαλιέμαι,
αφήνομαι. Μουνόπανο αν με θες τότε θα μ’ έχεις,
κατασκευάζω κόσμους και μέσα τους ζω,
κόσμους απ’ τους οποίους μακράν απέχεις.
Κλείνω τα μάτια μου και χάνομαι,
μέσα στους ήχους της πόλης αιχμάλωτος πιάνομαι,
εγκλωβισμένος,
στα τοίχοι της μόνος αισθάνομαι,
boom baρω με ποινικό μητρώο,
μαύρο καπνίζω και τρώω κωλύματα
που όλοι μας, λίγο πολύ, τα τρώμε.
Χώνω και δεν αγχώνομαι,
μέσ’ από τη μουσική μου υψώνομαι
με στόχο να μείνει για πάντα ζωντανό το πνεύμα, αγνό απ’ το δρόμο βγαίνει.
Κάθε φορά που αλλάζω πρόσωπο, κάθε φορά που αυτό συμβαίνει,
σβήνω το φως,
περιπλανώμενος σαφώς σ’ ουτοπίες
πέρα απ’ την πραγματικότητα που οριοθέτησαν κάποιοι μέσα απ’ αλχημείες.
Καταστρέφουν την κουλτούρα μας κι εμάς.
Βαρέθηκα να μου τσαμπουκαλεύεται εκ τ’ ασφαλούς στο μικρόφωνο κάθε μουνοπανάς,
όταν μιλάς λοιπόν να σκέφτεσαι τι λες
κι αν το `χεις χτίσει μια, εγώ το `χω χτίσει δυο φορές μαλάκα,
ενσωματωμένος στο στόμα της πόλης, πιάνομαι όπως το ποντίκι στη φάκα,
κολυμπώντας σ’ οράματα που προβάλλονται,
στ’ οπτικό πεδίο μου εχθρικά τάματα κινάνε,
παραμορφωμένα πρόσωπα μέσα από τρέντυ κοστούμια γελάνε
πίσω απ την ασφάλεια που τους προσφέρει
η χάρτινη βιτρίνα ως διαχωριστική γραμμή του κόσμου τους απ’ τον δικό μου.
Βάλτε τα φράγκα σας στον κώλο σας πουτάνας γιοί,
δεν έχω σκοπό να πουλήσω σπιθαμή γδύνοντας μ’ αυτό τον εαυτό μου...
这个歌词已经 328 次被阅读了