Θα της άρεζα φαίνεται και με είχε πάρει
Για τις ιδέες μου που έχω, τις μπρούσκες
Έτσι με των γλουτών μου (ως είμαι) τις φούσκες
Ζευγάρι.
Μα εγώ πιάστηκα στου έρωτά της την πιάκα
Με τα (έως τα γόνατα κοντά μου) παντζάκια,
Και – αχ- για δαύτη μου, πόσα πίνω φαρμάκια
Τη μπάκα.
Του κάκου μεσ’ στ’ άλλα μου της τσέπης τουμλέκια
Είχα εγώ –να τα βλέπει- σουγιά και σφυρίχτρα,
Η φωνή μου (σαρμόνικα) ηχούσε – η μπήχτρα-
Γυναικεία!
Το λοιπόν; Να, τούτης μου κακώχω της μούρης
Της σπανής να μπορώ να αγαπώ χωρίς γένια,
Και με γάμπες γυμνές να είμαι – μ’ ευγένεια-
Καμπούρης…
Ωωω… τα’ άνθη τα’ αγκάθια, όλα έρχονται στη φύση
Κι όλα φεύγουν στην ώρα τους. ( Την τύχη τους νάχα…)
Εγώ τι; Στη ζωή, έχω βιαστεί νάρθω τάχα
Ή αργήσει;