Ύψωσαν τους τοίχους, τις φυλακές μου,
φράξανε με τις προλήψεις και τους φόβους τη ζωή μου.
Ένα λουλούδι μου κλείνει το στόμα
υποψιάζομαι πως με πνίγουν, με πνίγουν.
Έτσι απλά κόπηκαν τα δεσμά τους,
στέκουν αμίλητοι, ξένοι, μακρινοί.
Μοιάζουν με τους σπασμένους δείκτες κάποιου ρολογιού,
σωπαίνουν και η σιωπή τους βαραίνει την νύχτα
και εκείνοι στέκουν αμίλητοι ξένοι μακρινοί, μακρινοί.
Άπλωσαν οι νύχτες τα χέρια τους
πάνω στης καρδιάς μου την πέτρινη πολιτεία,
τύλιξαν και σκεπάσαν ακόμη και τις τελευταίες μου ελπίδες, ελπίδες.
Έτσι απλά κόπηκαν τα δεσμά τους,
στέκουν αμίλητοι, ξένοι, μακρινοί.
Μοιάζουν με τους σπασμένους δείκτες κάποιου ρολογιού,
σωπαίνουν και η σιωπή τους βαραίνει την νύχτα
και εκείνοι στέκουν αμίλητοι ξένοι μακρινοί, μακρινοί.
Έτσι απλά κόπηκαν τα δεσμά τους,
στέκουν αμίλητοι, ξένοι, μακρινοί.
Μοιάζουν με τους σπασμένους δείκτες κάποιου ρολογιού,
σωπαίνουν και η σιωπή τους βαραίνει την νύχτα
και εκείνοι στέκουν αμίλητοι ξένοι μακρινοί,
μακρινοί, μακρινοί, μακρινοί...