Κοράκου χρώμα τα μαλλιά κι ασπρίσανε
απ’ τη μεριά της εξορίας γυρίσανε
Το σπίτι αδειανό σβησμέν’ η φωτιά
ο κάμπος πληγή
ο τάφος μικρός
η μάνα δεν ζει
κι ένα πουλάκι λαλεί.
Πατέρας γιός πρώτη φορά φιλήθηκαν
γνώρισ’ ο κόσμος τ’ άσπρα μαλλιά θυμήθηκαν
Σπαθίζει τις πίκρες
ήλιος λαμπρός
στους δρόμους γιορτή
τραγούδι ανεμίζει
πλήθος λαός
κι ένα πουλάκι λαλεί:
Είμαστ’ οι πρώτοι κι ακολουθάνε
αναστημένοι χίλιοι νεκροί
ίδιοι καιροί ξημερώνουνε πάλι
να η φωτιά να η ζωή.