Κάποιος έτρεχε στο πλήθος
κάποιος άλλος όχι εγώ.
Εγώ τάιζα τους λύκους
και κοιμόμουν στο βουνό
Κάποιος μου `κλεψε τα χρόνια
και μου πήρε τη ψυχή.
Εγώ άκουγα τ’ αηδόνια
κι έπινα γλυκό κρασί.
Κάποιος ζούσε τη ζωή μου
μες το σπίτι μου είχε μπει,
τον κοιτούσα απ `το φεγγίτη
που `στρωνε να κοιμηθεί.
Κάποιος έκλαιγε με τύψεις
για όσα πρόδωσα εγώ,
για όλα αυτά που `χα αγαπήσει,
για όλα αυτά που δε θα δω.
Κάποιος φεύγει μ `ένα πλοίο
κάποιος που δεν είμαι `γω.
Στη προβλήτα μες το κρύο
λυπημένα τον κοιτώ.
Κάποιος έκλαιγε με τύψεις
για όσα πρόδωσα εγώ,
για όλα αυτά που `χα αγαπήσει,
για όλα αυτά που δε θα δω.
Για όλα αυτά που δε θα δω...
Για όλα αυτά που δε θα δω...
Για όλα αυτά που δε θα δω...