Εσαλτάρισα στη ζούλα
σε μια στάλα της βροχής
στη σπηλιά του δράκου μπήκα
διάφανος κοντραμπατζής.
Απ` της πέτρας το ντουμάνι
τράβηξα μια ρουφηξιά
τούμπα γύρισε ο κόσμος
κι ήρθε σκάρτη η ζαριά.
Βρήκα μάγκες ξεχασμένους
να κολλάνε τις φωτιές
να λιμάρουν δαχτυλήθρες
και να φρύσσει ο τεκές.
Ο Ντερβίσης τ` οργανάκι
στην κωλότσεπη φυλά
κι ο Αρτέμης μαραζώνει
για ένα κάλπικο σεβντά.
Κι ένας μπάτσος μαγεμένος
απ` της Ρίτας τη λαλιά
τα στραβά τα μάτια κάνει
και το ρίχνει στο χαβά.
Πέντε μάγκες ξεχασμένοι
απ` του χρόνου τις φωτιές
έκαψαν τους ναργιλέδες
κι έγιν` η σπηλιά τεκές.