Κοσμώ το μέτωπο
μου με
ψάρια κι’ ομπρέλλες
βάζω μεσ’ στα
μαλλιά μου
φωνές
φωτιάς
τα χέρια μου
γίνονται
οι σκουριασμένες
άγκυρες των
ναυαγίων
κι’ ενώ απλώνεται
– βαθμηδόν –
στ’ ακρογιάλι
η ερημιά
κι’ η νύχτα
βλέπω να χάνωνται μακριά
– πάνω στη θάλασσα
στα βάθη του ορίζοντα –
τα τελευταία φώτα
τ ο υ
χ α μ ο ύ