Τι τρέλα μου κατέβηκε,
τι ζάλη στο κεφάλι,
να πάρω 'γώ μια βλάμισσα,
στα χρόνια πιο μεγάλη.
Τις πρώτες μέρες μου 'λεγε
πως θα περνούμε φίνα,
μόλις ο μήνας πέρασε,
προτίμησε τη γκρίνια.
Πρωί-πρωί σαν σηκωθώ,
δεν ξέρει τι να κάνει
αιτία βρίσκει για καβγά,
με 'μένανε τα βάνει.
Σαν κάνω πως αντιμιλώ,
αυτή καιρό δε χάνει,
αρπάζει ένα τσόκαρο
και μαύρονε με κάνει.
Δεν ημπορώ, βρε βλάμισσα,
να χάνομαι για σένα
και πάντοτες τα μάτια μου
να είναι δακρυσμένα.
Αυτά τραβώ, βρε φίλοι μου,
για ν' αγαπήσω εκείνη
και τώρα η καρδούλα μου
μαύρο φαρμάκι πίνει.