Οι νύχτες θέλουνε κρασί και τα τραγούδια αίμα,
ο έρωτας παίρνει καρδιά κι ο θάνατος ψυχή,
ο φόβος θέλει αθάνατους και η αλήθεια ψέμα
να σκίσει τα κουρέλια του, να λάμψει, να υψωθεί.
Σκυφτός, σαν δαρμένος Χριστός,
σαν παιδί που κοιτά τη γωνία, σκυφτός.
Σκυφτός, σαν καμπούρης φριχτός
τη μικρή μας χαράζει πορεία, σκυφτός.
Ο φόβος θέλει αθάνατους μα ο χάρος δεν τρομάζει,
πάνω στα φωτοστέφανα το ράσο του κρεμά,
οι άνθρωποι τον φτύνουνε, η φύση τον δοξάζει
μα αυτός ποτέ τα μάτια του δε σήκωσε ψηλά.