Γραμμή τα μεροκάματα
και μια φορά το μήνα
Σαββάτο βράδυ πήγαινες
ν’ ακούσεις τα κλαρίνα.
Εσύ κλαρίνο τρίκλωνο
και ντέφι ραγισμένο
το τσάμικο τσακίστηκε
και ζει σακατεμένο.
Πώς χώρεσε τόση ζωή
σε άβολα δυάρια
κι εσύ μετρας την άπλα της
σε δόσεις και γραμμάρια.
Εσύ θαμπό σαξόφωνο
και ντραμς δαιμονισμένο
ποιον ουρανό μου σκάβετε
κι εγώ τον κατεβαίνω.
Λειψά τα μεροκάμματα
και βράδυ παρά βράδυ
μ’ ένα βαρύ ζεϊμπέκικο
κατέβαινες στον Άδη.
Εσύ μπουζούκι μπρούντζινο
και μπαγλαμά ταξίδι
είν’ ο καημός μου θάλασσα
κλεισμένη σ’ ένα στρείδι.