Γεννήθηκες κυνηγημένος κι έτσι εχάθης
κληρονομιά σου αθέλητη η φθορά.
Αφού έγινες θεός κάποια φορά
τι έζησες χιλιάδες χρόνια να μου μάθεις.
Απ’ της καταγωγής σου το άγριο μένος
σου έλαχε ο κλήρος να γλιτώσεις
μ’ εσένα, αδελφούς να λευτερώσεις
τον κόσμο που σπαράζει αδικημένος.
Κι όσο αναθράφηκες παιδί με ξένο γάλα
στου όρους μέσα την απόμερη πληγή
μπορεί να άκουσες ανθρώπινη κραυγή
μα σένα η μοίρα σε τραβούσε στα μεγάλα.
Και αν στη ζήση μου δε σού ‘πρεπε λατρεία
τη χαραγμένη σου στο Γιούχτα την μορφή
έχω χαϊδέψει νοερά με την αφή,
παρηγοριά στην ταπεινή μου την πορεία.