Άνθος ερήμου καίγομαι
για σένα την ημέρα,
τη νύχτα πάλι παγωνιά,
πώς θα τα βγάλω πέρα.
Έλα και γίνε όαση
παντοτινά ν’ αράξω,
με του ανθού τις ευωδιές
το νου σου να ταράξω.
Και τότε τα βαλτόνερα
με μιας θα καθαρίσουν,
βρύσης κρυστάλλινο νερό
τους δυο μας θα ποτίσουν.
Θα πιεις εσύ, θα πιω κι εγώ,
θα πιει κι ο κόσμος όλος
κι όλου του κόσμου ο καημός
θα γίνει μυροβόλος.