Ατόφιο μάλαμα σε φύλαγα το φως να μη σου πάρουν
σκιές, αργόσυρτες ψυχές στα μάτια τους απάνω
το δίχτυ δεν κατάλαβα που σου ‘πλέκαν κρυφά
στης νύχτας την ανέμη τα μαύρα ξωτικά.
Να βαράς σε θέλω τη γροθιά στα ανόητα του κόσμου τα καμώματα
και τα λόγια σου ανίκητη φωτιά να μερεύει των θεριών τα στόματα.
Πηγή νερού σε κράταγα δροσιά να μη σου πάρουν
σκιές, αργόσυρτες ψυχές στη δίψα τους απάνω
μα το θεριό δε πρόλαβα που σε ‘πινε αργά
στου φεγγαριού τη ζάλη με μαύρη την καρδιά.