Ένας αλήτης έχει πεθάνει
από τα χθες στου δρόμου τη γωνιά,
κανείς δεν πάει να τον σηκώσει
φοβούνται όλοι μη τους λερώσει.
Αχ, βρε άπονε ντουνιά!
Δεν είχε μάνα, δεν είχε σπίτι
κι όλοι του φώναζαν:
"Παλιοαλήτη άδειασέ μας τη γωνιά".
Εχθές το βράδυ μέσα στο κρύο
τον είδε κάποιος μια πόρτα να χτυπά.
Ζητούσε ο δόλιος για να τον σώσουν,
από τον θάνατο να τον γλιτώσουν.
Μα του κόσμου η απονιά!
Δεν είχε μάνα, δεν είχε σπίτι
κι όλοι του φώναζαν:
"Παλιοαλήτη άδειασέ μας τη γωνιά".