Άραγε έτσι το φαντάστηκε
να βρίσκει πιάτα στη σειρά για προσευχή
μικρό κορίτσι ήταν βιάστηκε
να μεγαλώσει για να κάνει υπομονή.
Μητέρα κλείνω και σε σκέφτομαι
μόνον οι τύψεις μου γνωρίζουν το γιατί.
Σε αγαπώ και με σιχαίνομαι
που δεν κουβάλαγα τις τσάντες στη λαϊκή.
Γλυκιά μου μάνα βλέπεις ντρέπομαι
κράτα το χέρι μου σφιχτά να γίνει στάχτη η ματιά
να λερωθώ για να μη φαίνομαι
μητέρα κλείνω παγιδεύομαι.
Άραγε έτσι το ονειρεύτηκε
να περιμένει πότε θα ’ρθει η Κυριακή
με αγωνία να προσεύχεται
στα σκοτεινά με ιδρωμένο το κορμί.
Μητέρα κλείνω και σε σκέφτομαι
μόνον οι τύψεις μου γνωρίζουν το γιατί.
Σε αγαπώ και με σιχαίνομαι
που δεν κουβάλαγα τις τσάντες στη λαϊκή.
Γλυκιά μου μάνα βλέπεις ντρέπομαι
κράτα το χέρι μου σφιχτά να γίνει στάχτη η ματιά
να λερωθώ για να μη φαίνομαι
μητέρα κλείνω παγιδεύομαι.
Παγιδεύομαι...