Δε γεννήθηκα να σκύβω το κεφάλι,
να κερδίζουν απ’ το αίμα μου οι μεγάλοι,
οι αόρατοι που όλα τα εποπτεύουν,
δε γεννήθηκα για να με κοροϊδεύουν.
Εξουσίες, κοσμοκράτορες και άλλοι
που δεν νιώθουν της απόγνωσης τη ζάλη,
τα τριάκοντα αργύρια χαϊδεύουν,
το παρόν μου και το μέλλον σακατεύουν.
Δε θα γίνω στρατιωτάκι κανενός,
μόνος ήρθα και θα φύγω μοναχός,
μαύρα ρούχα φόρεσα, τη ζωή μου χώρεσα
σε μια γκαρσονιέρα δίχως φως.
Έχασα, δε χάθηκα, όλα τα σιχάθηκα,
όμως παραμένω ζωντανός.
Δε γεννήθηκα να ζω στο περιθώριο,
στο παζάρι των ψυχών, στο δουλεμπόριο,
ν’ ανασαίνω νύχτα μέρα δηλητήριο
σ’ ένα τέρας σαρκοφάγο δανειστήριο.
Στους κυρίους που με έχουνε ξεγράψει
ένα μόνο θα τους πω κι ας τους πειράξει.
Νικητής δεν είν’ αυτός που κυβερνάει,
είν’ αυτός που την ψυχή του δεν πουλάει.