Δε μου λες εχθές το βράδυ πως κοιμόσουν ήτανε,
δυό σουτζίκοι μ’ άνταμώσαν και για σένα μου 'πανε.
Κίνησα να 'ρθω το βράδυ κι έπεσε ψιλή βροχή
και δεν ήξευρα ο καυμένος αν θα σ’ εύρω μοναχή.
Επρεπε μάγκα να έρθεις κι’ας γινόσουνα παπί,
είχα ρούχα να σ’ αλλάξω, πάπλωμα να σκεπαστείς.
Στου βοριά το παλκονάκι στρώσε μου να κοιμηθώ,
βάλε στρώμα πουπουλένιο, πάπλωμα μεταξωτό,
βάλε στρώμα πουπουλένιο, πάπλωμα μεταξωτό.