Ένα κακα καλοκαίρι
κακακα κάπου στη Δύση,
σ`ένα κακα καπηλειό
γίνεται τρελό μεθύσι.
Κακα κάθονται όλοι μέσα
και κακα καταβροχθίζουν
κακα καπνιστό σαλάμι
πίνουν και κακα καπνίζουν.
Κακακακα κάποιο βράδυ,
φτάνει ένας κα καουμπόης,
κακα κάθεται μονάχος
και το παίζει κουλ και γόης.
Παραγγέλνει κα κακάο
κι ένα κακα καλαμάκι
μονομιάς το καταπίνει
και ισιώνει το μουστάκι.
Ξαφνικά η πόρτα ανοίγει
κι έρχεται νέος πελάτης
το κουπί του ακόμα στάζει
μάλλον είναι κωπηλάτης !
Είναι κοκοκο κομμάτια
κι έχει κοκο κορακιάσει
παραγγέλνει κο κονιάκ,
μπας και λίγο ξεδιψάσει.
Μα όλο κοκοκο κομπάζει,
ότι είναι κορυφαίος,
ότι είναι κο κορμάρα,
περιζήτητος κι ωραίος !
Κι ο κακα καουμπόης
επιτίθεται ευθαρσώς
στον καημένο κωπηλάτη,
που είναι κακα καθιστός.
(Καουμπόης)
''Πάψε πια ρε καραγκιόζη !
Κοίτα σ`ένα κα καθρέφτη
και θα κακα καταλάβεις
ότι το μαλλί σου πέφτει.
Είσαι ηλιο κα καμμένος,
κακα κάμποσο παχύς
και κακάσχημος καράφλας
είσαι και πολύ τραχύς !''
(Κωπηλάτης)
''Τι είπες ρε κοκκινοτρίχη;
Κοντοπίθαρε κολιέ !
Που αν σε κοκο κοπανίσω,
θα χορεύεις με πλιέ !
Κοντοστέκεσαι μακριά μου
και κοάζεις σαν βατράχι,
μα αν παλέψουμε μια μέρα
σε νικάω άμα λάχει !''
Και δε σταματάνε μέχρι
να βγει ο αντίπαλος ξερός
κι έτσι δεν καταλαβαίνουν
πως περνάει ο καιρός.
Κι από τότε όσοι περνάνε
από αυτό το καπηλειό,
όλοι τους ευθύς ακούνε
κακακα και κοκοκο.
Και ρωτάνε για να μάθουν
αν αυτά είναι κοράκια,
μα οι ντόπιοι απαντάνε
''Είναι κάτι γεροντάκια !''
Είναι ένας κα καουμπόης
κι ένας κωπηλάτης τσίφτης
κι ο καβγάς αυτός κρατάει
απ`την εποχή των φίφτις !!!