Μεσάνυχτα εχτύπησε
της πόλης το ρολόι,
και το μαράζι κι ο καημός
τα στήθη μου μου τρώει.
Τα φώτα τρεμοσβύνουνε,
ερήμωσαν οι στράτες
και της βροχής τα δάκρυα
μουσκεύουν τους διαβάτες.
Κι εγώ στους δρόμους περπατώ
χωρίς να ξέρω τι ζητώ,
ψιλή ψιλή πέφτει η βροχή
και στην καρδιά και στην ψυχή.
Μεσάνυχτα εχτύπησε
της πόλης το ρολόι
κι ένα τραγούδι αντηχεί,
πικρό σαν μοιρολόι.
Κι εγώ στους δρόμους περπατώ
χωρίς να ξέρω τι ζητώ,
ψιλή ψιλή πέφτει η βροχή
και στην καρδιά και στην ψυχή.