Μέσα απ’ το πούσι του Φλεβάρη
στον ντόκο ήρθε να φουντάρει,
στερνό ταξίδι να σε πάρει
με ρότα για τον ουρανό.
Ήταν το μπάρκο το μοιραίο
και η καμπίνα στο πρυμναίο,
έγραφε απ’ έξω `’ τελευταίο `'
σκαντζάρισες με το Θεό.
Από τα μάτια σου θαλασινό νερό
στάζει γι’ αυτούς που δεν μπορέσαν,
έμειναν στη στεριά και δέσαν,
εσύ δεν νόθευσες πέλαγα κι ωκεανό.
Ντέρτια αλέθει η προπέλα,
τραβέρσο ανάποδο και έλα,
είναι επικίνδυνη η τρέλα
που σ’ οδηγεί κόντρα καιρό.
Καραβοφάναρα σβησμένα,
απ’ την αρμύρα φαγωμένα,
σκύβουν αργά μόνο για σένα
σ’ ένα πικρό χαιρετισμό.