Ό,τι κι αν κάνει, έρχεται να μου το πει.
Μοιάζουμ’ οι δυο μας σαν δυο δίδυμοι αδελφοί,
σα δυο σταγόνες, δυο ανθρώποι μία μούρη.
Μα είναι ένας εντελώς σχιζοφρενής
κι αναρωτιέμαι, πως εγώ, ο υγιής,
πήγα κι έμπλεξα με τούτον τον χαμούρη!
Δεν είμαι `γω, είν’ ένας άλλος, είν’ αυτός
που ερωτεύεται, που πίνει διαρκώς,
που με τα χρώματα της θάλασσας μεθάει.
Είν’ ένας άλλος, που μου τα `χει διηγηθεί.
Είν’ ένας τσόγλανος, που μου `χει επιβληθεί,
που τη ζωή του στα τραγούδια μου ξερνάει...
Δεν είμαι `γω,
που με τη μια και με την άλλη ασχημονεί,
μεθοκοπάει πότε `δω και πότε `κει
και παριστάνει τον Νικολα'ί'δη.
Ένας τυχάρπαστος, ένας μυθομανής,
που διαδίδει, ότι είναι ποιητής,
μού `χει κάνει την υπόληψη σκουπίδι!
Δεν είμαι `γω, είν’ ένας άλλος, είν’ αυτός
που ερωτεύεται, που πίνει διαρκώς,
που με τα χρώματα της θάλασσας μεθάει.
Είν’ ένας άλλος, που μου τα `χει διηγηθεί.
Είν’ ένας τσόγλανος, που μου `χει επιβληθεί,
που τη ζωή του στα τραγούδια μου ξερνάει...
Δεν είμαι `γω...
(Χαμηλόφωνα, σχεδόν ψιθυριστά μ’ απαξίωση/περιφρόνηση:) ... Ου, στο διάολο, ρεμάλι!