Είσαι στο βάθος και σ’ ακούω που τραγουδάς,
είσαι το βάθος μέσα σου κρυμμένος μένω.
Η φυσαρμόνικα που φτάνει ως εμάς,
κρατάει στο χέρι της δρεπάνι ακονισμένο.
Όλα τα πράγματα που δε θα δω γελούν σαρδώνια,
λάμπες φθορίου μου φωτίζουνε τον ύπνο.
Ο ύπνος κόλαση κι ιδρώτας τα σεντόνια,
σε τρώει με τρως με κηροπήγια στο δείπνο.
Α πόσο οι μέρες με βαραίνουν τις βαραίνω,
με τυρρανάνε τα ενθύμια κι ο θυμός.
Πόσο στυφό το σ’ αγαπώ σε στόμα ξένο,
πόσο σπασμένος των ποιημάτων μου ο ρυθμός.