Περήφανα καρτερικά, ιδρώνει στα σεντόνια,
λεηλατεί τον έρωτα, αγκομαχά αιώνια,
μοιάζει γοργόνα και πουλί, του Τρίτωνα μια κόρη,
Σοφία στέλνει στους λαούς, μα έγιναν εμπόροι.
Δάσκαλοι, φίλοι των θεών, σοφοί ερευνητάδες,
ρίξανε λάδι στη φωτιά, γκρεμίσαν αφεντάδες,
χιλιάδες χρόνια πέρασαν, μεγάλες οι ανάγκες,
μα τίποτα δεν άλλαξε, σε τούτες τις παράγκες.
Της Ανδρομάχης την πυγμή, της Άρτεμης το τόξο,
μια Αμαζόνα υστερική, που μένει στην από ’ξω,
κόβει τα στήθια της μεμιάς και τρώει τα παιδιά της,
σκορπά τους κρίκους της Ζωής, με την ανεμελιά της.
Δάσκαλοι, φίλοι των θεών, σοφοί ερευνητάδες,
ρίξανε λάδι στη φωτιά, γκρεμίσαν αφεντάδες,
χιλιάδες χρόνια πέρασαν, μεγάλες οι ανάγκες,
μα τίποτα δεν άλλαξε, σε τούτες τις παράγκες.
Δημοκρατία αγόρασε, στα πιο φτηνά της ψώνια,
κυλίστηκε στην άσφαλτο, στα πιο γλυκά της χρόνια,
ανηφοριές κατηφοριές, μεγάλα πεζοδρόμια,
οι έμποροι την τύλιξαν, μέσ’ στα ιδεοδρόμια.
Δάσκαλοι, φίλοι των θεών, σοφοί ερευνητάδες,
ρίξανε λάδι στη φωτιά, γκρεμίσαν αφεντάδες,
χιλιάδες χρόνια πέρασαν, μεγάλες οι ανάγκες,
μα τίποτα δεν άλλαξε, σε τούτες τις παράγκες.