Εις τον Εικοστό αιώνα
μες το μάτι του κυκλώνα
έπεσε ένα καραβάκι
που ταξίδευε γιαλό
Μες τα βράχια το φουντάρει
μα δεν πήρανε χαμπάρι
πως τα αμπάρια ήταν κάργα
φορτωμένα με χρυσό
Κι αυτό ταξίδευε λιμάνι γύρευε
άγκυρα έριχνε τον ήλιο έδειχνε
Το έβλεπαν να ταξιδεύει
μα δεν ξέραν τι γυρεύει
σημασία δεν του δίναν
γιατί ήτανε παλιό
Απ’ την Κρήτη έως τον Έβρο
το παλιόσκαρο είχε νεύρο
τρικυμίες και φουρτούνες
που το βρίσκανε σωρό
Κι αυτό ταξίδευε λιμάνι γύρευε
άγκυρα έριχνε τον ήλιο έδειχνε
Τι παράξενο καράβι
τι κουστούμι να μας ράβει
έτσι λέγαν οι ρουφιάνοι
το έβλεπαν από καιρό
Άσ’ τε το για να βουλιάξει
να καεί και να ρημάξει
το πολύ πολύ να μείνουν
τα συντρίμμια στον αφρό
Κι αυτό ταξίδευε λιμάνι γύρευε
άγκυρα έριχνε τον ήλιο έδειχνε